Γουσταύος

Γουσταύος
(Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του τελευταίου, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να οργανώσει κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας, που το 1523 τον έφερε στον θρόνο. Υποστήριξε τον λουθηρανισμό, δήμευσε τις εκκλησιαστικές περιουσίες και εργάστηκε για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας του. 2. Γ. B’ Αδόλφος (Στοκχόλμη 1594 – Λίτσεν 1632). Εγγονός του Γ. A’ και γιος του Καρόλου H’, ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του (1611) σε ηλικία μόλις 17 ετών. Ικανός πολεμιστής, στρατιωτικός ηγέτης και πολιτικός με μεγάλες, αλλά όχι παράλογες φιλοδοξίες, φρόντισε πρώτα για την εσωτερική ενίσχυση του βασιλείου υπογράφοντας την ειρήνη του Κνέρεντ με τη Δανία (1613). Έπειτα ήρθε σε πόλεμο με τη Ρωσία και κατόρθωσε να αποσπάσει τη Λιβονία και την Καρελία, χάνοντας μόνο το Νόβγκοροντ (1617)· αργότερα πολέμησε με τον Σίγκμουντ της Πολωνίας, διεκδικητή του σουηδικού θρόνου και φανατικό καθολικό και, αφού τον νίκησε σε πολλές μάχες, υπέγραψε μαζί του εξαετή ανακωχή στο Αλτμάρκ το 1629, ενώ ο Τριακονταετής πόλεμος συνεχιζόταν στη Γερμανία, από το 1618, και τα καθολικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα σημείωναν μεγάλη επιτυχία. Ο προτεσταντισμός κινδύνευε μέσα στην ίδια τη Γερμανία και ο Βάλενσταϊν, που είχε ηγεμονικές φιλοδοξίες, είχε μεταφέρει το κέντρο του πολέμου στις ακτές της Βαλτικής. Για να βοηθήσει τους προτεστάντες, να προστατεύσει τη Βαλτική και ίσως να κατακτήσει νέα εδάφη για τη Σουηδία, ο Γ. εισέβαλε στη Γερμανία το 1630, νίκησε επανειλημμένα τους αντιπάλους του (περιφημότερη νίκη του ήταν στη μάχη του Μπράιτενφελντ το 1631 εναντίον του Τίλι), αλλά στο Λίτσεν μολονότι θριάμβευσε ακόμα μία φορά εναντίον του Βάλενσταϊν (που είχε ανακληθεί βιαστικά για vα αναλάβει τη διοίκηση των εχθρικών στρατευμάτων), ο Γ. έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ειλικρινής, ενθουσιώδης και απλός, θεωρείται ο σημαντικότερος από όλους τους κρατικούς ηγέτες της εποχής του. 3. Γ. Γ’ (Στοκχόλμη 1746 – 1792). Γιος του Αδόλφου Φρειδερίκου και της Μαρίας Ουλρίχης, αδελφής του Φρειδερίκου B’ της Πρωσίας, διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1771. Φανατικός υποστηρικτής της απολυταρχίας, ενίσχυσε τη βασιλική εξουσία, επέβαλε πολλές μεταρρυθμίσεις, αναδιοργάνωσε τα οικονομικά της χώρας και ενίσχυσε το εμπόριο. Δολοφονήθηκε σε έναν χορό μεταμφιεσμένων. 4. Γ. Δ’ Αδόλφος (Στοκχόλμη 1778 – Ζανκτ Γκάλεν, Ελβετία 1837). Γιος του Γ. Γ’, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και βασίλευσε στην αρχή με κηδεμόνα τον δούκα του Σντερμάνλαντ. Εχθρός της Γαλλίας του Ναπολέοντα, ο Γ. δέχτηκε επίθεση από τη Δανία και τη Ρωσία και αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1809, έπειτα από στρατιωτική επανάσταση. 5. Γ. E’ (Ντρότνινγκχολμ 1858 – Στοκχόλμη 1950). Γιος του Όσκαρ B’, ανέβηκε στον θρόνο το 1907, μετά τη διάλυση της ένωσης Σουηδίας και Νορβηγίας. Ενίσχυσε το συνταγματικό καθεστώς και κατόρθωσε να κρατήσει τη χώρα του ουδέτερη και στους δύο παγκοσμίους πολέμους. 6. Γ. ΣΤ’ Αδόλφος (Στοκχόλμη 1882 – 1973). Γιος του Γ. E’, διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1950. Χαρακτηριστικό της βασιλείας του υπήρξε η συνδιαλλαγή των πολιτικών ρευμάτων της χώρας του. Ο βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος Γ’, σε πίνακα της εποχής. Γουσταύος ΣΤ’ Αδόλφος, βασιλιάς της Σουηδίας (1950-73). Άγαλμα του βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύου A’ Έριξον Βάζα, ιδρυτή της δυναστείας των Βάζα (Βόρειο Μουσείο, Στοκχόλμη). Ο βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος Β’ Αδόλφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα …   Dictionary of Greek

  • Βάζα — (Vasa, πολων. Waza). Σουηδική οικογένεια, βασιλική δυναστεία της Σουηδίας (1523 1654) και της Πολωνίας (1587 1668). Η οικογένεια έγινε γνωστή τον 14o αι. με τον Νιλς Κέτλσον και τάχτηκε τον επόμενο αιώνα με το μέρος του αντιδανικού αριστοκρατικού …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως …   Dictionary of Greek

  • Κάλμαρ — (Kalmar ή Calmar). Πόλη (59.308 κάτ. το 2001) και λιμάνι της Σουηδίας στην ακτή της Βαλτικής θάλασσας. Είναι διοικητική πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (234.647 κάτ.). Διαθέτει βιομηχανία μηχανοκατασκευών και τροφίμων, καθώς επίσης και ναυπηγεία …   Dictionary of Greek

  • Κουόπιο — (Kuopio). Πόλη (87.347 κάτ. το 2001) της Φιλανδίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Βόρειο Σάβο (Pohjois Savo, 19.954 τ. χλμ., 252.842 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στην κεντρική Φιλανδία, στην εσωτερική λιμναία πεδιάδα, και περιβρέχεται από τρεις πλευρές από …   Dictionary of Greek

  • Λεχ — (Lech). Ποταμός (248 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που διαρρέει την Αυστρία και τη Γερμανία. Πηγάζει από τις βορειοδυτικές πλαγιές των Άλπεων του Λεχτάλτερ. Η έκταση της λεκάνης απορροής του είναι 4.100 τ. χλμ. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”